- προένειμι
- ΜΑπροϋπάρχω σε συνδυασμό με κάτι άλλο («προένεστι τὰ τῶν αἰτιατῶν τοῑς αἰτίοις», Δίον. Αρεοπ.)αρχ.(για νεκρό) έχω ήδη ταφεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἔνειμι «υπάρχω, βρίσκομαι μέσα σε κάτι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.